- προσέλευση
- [-ις (-εως)] η приход, прибытие; явка;
η προσέλευση στο δικαστήριο — явка в суд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η προσέλευση στο δικαστήριο — явка в суд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσέλευση — η / προσέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ 1. έλευση, άφιξη 2. ερχομός, προσέγγιση (α. «η προσέλευση τών επισήμων στη δοξολογία καθυστέρησε λόγω τής καταιγίδας» β. «η προσέλευση τών σκαφών συνεχίστηκε ολόκληρη τη νύχτα» γ. «τὸν καιρὸν τῆς προσελεύσεως... τῶν … Dictionary of Greek
προσέλευση — η εμφάνιση, παρουσίαση: Προσέλευση των επισήμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσελεύσῃ — προσαιρέομαι choose and associate with fut part act fem dat sg (epic ionic) προσελεύσηι , προσέλευσις approach fem dat sg (epic) προσέρχομαι come fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek
απουσία — η (AM ἀπουσία) [άπειμι] 1. το να μην παρευρίσκεται κανείς κάπου, το να είναι απών 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απουσιάζει κάποιος, η διάρκεια της απουσίας 3. έλλειψη, ανυπαρξία νεοελλ. 1. (για μαθητές ή εργαζόμενους) η μη προσέλευση στο… … Dictionary of Greek
εμφάνιση — η (AM ἐμφάνισις) νεοελλ. 1. παρουσίαση, προσκόμιση, προσαγωγή («γραμμάτιο πληρωτέο επί τη εμφανίσει» που πρέπει να εξοφληθεί μόλις τό παρουσιάσει, τό προσκομίσει κανείς) 2. φανέρωση, παρουσία, παρουσίαση 3. αρχική εκδήλωση, πρώτη φανέρωση 4. (για … Dictionary of Greek
Κασμίρ — (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ… … Dictionary of Greek
Oil wrestling — Pehlivan redirects here. For the 1984 Turkish film, see Pehlivan (film). Yagli redirects here. For the racehorse, see Yagli (horse). Oil wrestling or Yağlı Güreş Oil wrestling tournament in Istanbul Also known as Turkish Wrestling Focus … Wikipedia
Panhellenic Socialist Movement leadership election, 2007 — A leadership election was held on November 11, 2007 [http://www.pasok.gr/portal/gr//51605/7/7/1/showdoc.html PASOK party site] , Δηλώσεις Γιάννη Ραγκούση προς τους πολιτικούς συντάκτες μετά την συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ,… … Wikipedia
άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής … Dictionary of Greek
αλειτουργησία — και αλειτουργησιά η (Α ἀλειτουργησία) [ἀλειτούργητος] νεοελλ. 1. η μη τέλεση λειτουργίας ή άλλης θρησκευτικής ακολουθίας για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. η μη προσέλευση κάποιου σε θρησκευτικές ακολουθίες μσν. 1. (ως πειθαρχική ποινή κληρικών)… … Dictionary of Greek